- μεταλλουργικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταλλουργία ή στον μεταλλουργό2. το θηλ. ως ουσ. η μεταλλουργικήη μεταλλουργία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στα Έγγραφα Β' Περιόδου Ολυμπίων].
Dictionary of Greek. 2013.