μεταλλουργικός

μεταλλουργικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταλλουργία ή στον μεταλλουργό
2. το θηλ. ως ουσ. η μεταλλουργική
η μεταλλουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στα Έγγραφα Β' Περιόδου Ολυμπίων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεταλλουργικός — ή, ό ο σχετικός με τη μεταλλουργία: Μεταλλουργικές εργασίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταλλευτής — ο (Α μεταλλευτής) [μεταλλεύω] αυτός που αναζητεί και εξορύσσει μετάλλευμα, μεταλλωρύχος αρχ. μεταλλουργικός …   Dictionary of Greek

  • ρεβόλβερ — το, Ν 1. το περίστροφο 2. ημιαυτόματος περιστρεφόμενος μεταλλουργικός τόρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. revolver < ρ. revolve «περιστρέφω» (< λατ. revolvo «κυλώ, τυλίγω ξανά»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”